πεντάπους: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(6_12)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντάπους''': ἴδε ἐν λ. [[πεντέπους]].
|lstext='''πεντάπους''': ἴδε ἐν λ. [[πεντέπους]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν / [[πεντάπους]] και [[πεντέπους]], -ουν, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[πέντε]] πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῡ [[ἄγαλμα]]», Αρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / [[πέντε]]- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποῦς</i>, <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάπους Medium diacritics: πεντάπους Low diacritics: πεντάπους Capitals: ΠΕΝΤΑΠΟΥΣ
Transliteration A: pentápous Transliteration B: pentapous Transliteration C: pentapous Beta Code: penta/pous

English (LSJ)

   A v. πεντέπους.

German (Pape)

[Seite 557] ὁ, ἡ, fünffüßig, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάπους: ἴδε ἐν λ. πεντέπους.

Greek Monolingual

-ουν / πεντάπους και πεντέπους, -ουν, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῡ ἄγαλμα», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. δί-πους].