περιάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
(6_18)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιάργῠρος''': -ον, περιηργυρωμένος, Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.
|lstext='''περιάργῠρος''': -ον, περιηργυρωμένος, Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει επενδυθεί με πλάκες αργύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>επ</i>-[[άργυρος]])].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιάργῠρος Medium diacritics: περιάργυρος Low diacritics: περιάργυρος Capitals: ΠΕΡΙΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: periárgyros Transliteration B: periargyros Transliteration C: periargyros Beta Code: peria/rguros

English (LSJ)

ον,

   A set in silver, κίονες Chares 4 J., cf. LXXEp.Je.8; ὅπλα App.BC1.106.

German (Pape)

[Seite 569] umsilbert, κανόνες, Ath. XII, 538 d.

Greek (Liddell-Scott)

περιάργῠρος: -ον, περιηργυρωμένος, Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει επενδυθεί με πλάκες αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄργυρος (πρβλ. επ-άργυρος)].