περιαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ajuster tout autour : τινί [[τι]] PLUT une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἁρμόζω]].
|btext=ajuster tout autour : τινί [[τι]] PLUT une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἁρμόζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε [[λεπίδα]] χαλκῆν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαρμόζομαι</i><br />[[φορώ]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) [[είμαι]] προσαρτημένος [[πάνω]] σε [[κάτι]] («περὶ ὃ δὲ τοῡτο περιήρμοσται τὸ στερεὸν ἐκ τῶν ὀστῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαρμόζω Medium diacritics: περιαρμόζω Low diacritics: περιαρμόζω Capitals: ΠΕΡΙΑΡΜΟΖΩ
Transliteration A: periarmózō Transliteration B: periarmozō Transliteration C: periarmozo Beta Code: periarmo/zw

English (LSJ)

   A fasten, fit on, Pl.Ax.366a; τοῖς θυρεοῖς κύκλῳ π. λεπίδα χαλκῆν Plu.Cam.40; τάφον τινί Philostr.Her.1.2:—Pass., of persons, πώγωνας περιηρμος μέναι having them fastened on, Ar.Ec.274; of things, to be fastened on, περί τι Arist.HA500a9; τῷ πέρατι Antyll. ap. Orib. 10.19.4; τοῖς σφυροῖς Jul.Or.2.57c.    II intr., fit closely round, Arist.Mech.854a22.

German (Pape)

[Seite 569] ringsumher anfügen; ἡνίκ' ἂν τοὺς πώγωνας ἀκριβώσητε περιηρμοσμέναι, Ar. Eccl. 274; Plat. Ax. 366 a; im aor. περιήρμοσεν Plut., τινί, de adul. et am. discr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

περιαρμόζω: προσαρμόζω τι κύκλῳ, Πλάτ. Ἀξ. 366Α· τοῖς θυρεοῖς π. λεπίδα χαλκῆν Πλουτ. Κάμιλλ. 40. ― Παθ., ἐπὶ προσώπων, πώγωνας περιηρμοσμέναι, ἔχουσαι προσδεδεμένους πώγωνας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 271· ἐπὶ πραγμάτων, προσαρτῶμαι ἐπί τινος, ἐπιδένομαι, περί τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 37. ΙΙ. ἀμετάβ., στενῶς ἁρμόζω πανταχόθεν, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ajuster tout autour : τινί τι PLUT une chose à une autre.
Étymologie: περί, ἁρμόζω.

Greek Monolingual

Α
1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.)
2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές
3. μέσ. περιαρμόζομαι
φορώ
4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῡτο περιήρμοσται τὸ στερεὸν ἐκ τῶν ὀστῶν», Αριστοτ.).