πεοίδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(6_7)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεοίδης''': -ες, «ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς [[αἰδοῖον]] ἔχων» Α. Β. 72, 26 ἐν λέξ. [[χελυνοίδης]].
|lstext='''πεοίδης''': -ες, «ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς [[αἰδοῖον]] ἔχων» Α. Β. 72, 26 ἐν λέξ. [[χελυνοίδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες, Α<br />αυτός που έχει μεγάλο και χοντρό [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παράγωγο ενός αμάρτυρου <i>πεοιδῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οἰδῶ</i> «[[φουσκώνω]], πρήζομαι»), <b>πρβλ.</b> [[ενοιδής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐνοιδῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεοίδης Medium diacritics: πεοίδης Low diacritics: πεοίδης Capitals: ΠΕΟΙΔΗΣ
Transliteration A: peoídēs Transliteration B: peoidēs Transliteration C: peoidis Beta Code: peoi/dhs

English (LSJ)

ες,

   A with a swollen πέος, Com.Adesp.1111.

German (Pape)

[Seite 559] ες, mit geschwollenem od. dickem männlichem Gliede, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πεοίδης: -ες, «ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς αἰδοῖον ἔχων» Α. Β. 72, 26 ἐν λέξ. χελυνοίδης.

Greek Monolingual

-ες, Α
αυτός που έχει μεγάλο και χοντρό πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο ενός αμάρτυρου πεοιδῶ (< πέος + οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»), πρβλ. ενοιδής < ἐνοιδῶ].