περιαυγασμός: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(6_14)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιαυγασμός''': ὁ, = τῷ ἑπομ., Δαμασκ. π. Ἀρχ. σ. 227 Κομμ.
|lstext='''περιαυγασμός''': ὁ, = τῷ ἑπομ., Δαμασκ. π. Ἀρχ. σ. 227 Κομμ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[περιαυγάζω]]<br />[[λάμψη]], [[στιλπνότητα]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαυγασμός Medium diacritics: περιαυγασμός Low diacritics: περιαυγασμός Capitals: ΠΕΡΙΑΥΓΑΣΜΟΣ
Transliteration A: periaugasmós Transliteration B: periaugasmos Transliteration C: periavgasmos Beta Code: periaugasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A halo, splendour, Dam.Pr.81.

Greek (Liddell-Scott)

περιαυγασμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Δαμασκ. π. Ἀρχ. σ. 227 Κομμ.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιαυγάζω
λάμψη, στιλπνότητα.