περιέλασις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />espace où l’on peut circuler à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[περιελαύνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />espace où l’on peut circuler à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[περιελαύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[περιελαύνω]]<br /><b>1.</b> το να μετακινείται [[κανείς]] [[επάνω]] σε [[αμάξι]] («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> το να εκτοξεύει [[κανείς]] [[ολόγυρα]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για [[μετακίνηση]] με [[αμάξι]], [[λεωφόρος]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέλᾰσις Medium diacritics: περιέλασις Low diacritics: περιέλασις Capitals: ΠΕΡΙΕΛΑΣΙΣ
Transliteration A: periélasis Transliteration B: perielasis Transliteration C: perielasis Beta Code: perie/lasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A driving about, Hp.Aër.20 (pl.); hurling about, cj. in Plu.2.916d (pl.).    II place for driving round, roadway, Hdt. 1.179.

German (Pape)

[Seite 574] ἡ, das Herumtreiben, Herumfahren, τὸ μέσον τῶν οἰκημάτων ἔλιπον τεθρίππῳ περιέλασιν, Raum zum Herumfahren, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

περιέλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ περιελαύνειν, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292. ΙΙ. τόπος πρὸς περιέλασιν, λεωφόρος, Ἡρόδ. 1. 179.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
espace où l’on peut circuler à cheval.
Étymologie: περιελαύνω.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α περιελαύνω
1. το να μετακινείται κανείς επάνω σε αμάξι («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», Ηρόδ.)
2. το να εκτοξεύει κανείς ολόγυρα κάτι
3. δρόμος κατάλληλος για μετακίνηση με αμάξι, λεωφόρος.