περιεσταλμένως: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_6) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιεσταλμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[περιστέλλω]], κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16. | |lstext='''περιεσταλμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[περιστέλλω]], κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[επιφύλαξη]], με [[συστολή]]<br /><b>3.</b> με κομψό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>περιεσταλμένος</i> του [[περιστέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (περιστέλλω)
A couertly, Arr.Epict.3.7.13, D.L.7.16; τὰ αἰσχρὰ π. ἀπαγγέλλειν gloss them over, Theon Prog.2 : gloss on εὐσταλέως, Erot.
German (Pape)
[Seite 575] adv. part. perf. pass. von περιστέλλω, versteckt, Schol. Ar. Equ. 18.
Greek (Liddell-Scott)
περιεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιστέλλω, κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. κρυφά, μυστικά
2. με επιφύλαξη, με συστολή
3. με κομψό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσταλμένος του περιστέλλω.