πελιδνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(31)
(No difference)

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek Monolingual

πελιδνοῡμαι, -όομαι, ΝΜΑ πελιδνός
γίνομαι πελιδνός, αποκτώ ωχρό, μαυροκίτρινο χρώμα
νεοελλ.
χάνω το χρώμα μου από φόβο.