περίλαμπρος: Difference between revisions
From LSJ
(a) |
(32) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] sehr glänzend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] sehr glänzend, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περίλαμπρος''': -ον, [[λίαν]] [[λαμπρός]], ἀκτινοβόλος, Βυζ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[περίλαμπρος]], -ον, θηλ. και -η, ΝΜ<br />αυτός που εκπέμπει φως, που λάμπει από [[παντού]], [[περιλαμπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περίφημος]], [[ξακουστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιλάμπρως</i> ΝΜ και <i>περίλαμπρα</i> Ν<br />με περίλαμπρο τρόπο, με [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λαμπρός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:16, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 582] sehr glänzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, ἀκτινοβόλος, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίλαμπρος, -ον, θηλ. και -η, ΝΜ
αυτός που εκπέμπει φως, που λάμπει από παντού, περιλαμπής
νεοελλ.
περίφημος, ξακουστός.
επίρρ...
περιλάμπρως ΝΜ και περίλαμπρα Ν
με περίλαμπρο τρόπο, με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λαμπρός.