περιπατητής: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6_19)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
|lstext='''περιπᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ και [[περπατητής]], θηλ. περιπατήτρια, Ν [[περιπατώ]] / [[περπατώ]]<br />αυτός που κάνει περίπατο για [[ξεκούραση]] και [[αναψυχή]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπᾰτητής Medium diacritics: περιπατητής Low diacritics: περιπατητής Capitals: ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: peripatētḗs Transliteration B: peripatētēs Transliteration C: peripatitis Beta Code: peripathth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who walks about, Gloss.

German (Pape)

[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν περιπατώ / περπατώ
αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή.