περιπατητής: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(6_19) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ. | |lstext='''περιπᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ και [[περπατητής]], θηλ. περιπατήτρια, Ν [[περιπατώ]] / [[περπατώ]]<br />αυτός που κάνει περίπατο για [[ξεκούραση]] και [[αναψυχή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who walks about, Gloss.
German (Pape)
[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν περιπατώ / περπατώ
αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή.