περισπαστέον: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(6_20) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισπαστέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θέσῃ περισπωμένην, «[[περισπαστέον]] δὲ λέγοντας [[πλακοῦς]] τὴν ὀνομαστικήν· συνῄρηται γὰρ ἐκ τοῦ [[πλακόεις]]» Ἀθήν. 644Β, κτλ. | |lstext='''περισπαστέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θέσῃ περισπωμένην, «[[περισπαστέον]] δὲ λέγοντας [[πλακοῦς]] τὴν ὀνομαστικήν· συνῄρηται γὰρ ἐκ τοῦ [[πλακόεις]]» Ἀθήν. 644Β, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(ρημ. επίθ.) [[πρέπει]] [[κανείς]] να βάλει [[περισπωμένη]] ή [[πρέπει]] να προφέρει το [[φωνήεν]] κάποιας συλλαβής με περισπώμενο τόνο, με περίσπαση της φωνής. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
A one must make circumflex, Ath.14.644b, Sch.E.Ph.697, etc.
Greek (Liddell-Scott)
περισπαστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θέσῃ περισπωμένην, «περισπαστέον δὲ λέγοντας πλακοῦς τὴν ὀνομαστικήν· συνῄρηται γὰρ ἐκ τοῦ πλακόεις» Ἀθήν. 644Β, κτλ.
Greek Monolingual
Α
(ρημ. επίθ.) πρέπει κανείς να βάλει περισπωμένη ή πρέπει να προφέρει το φωνήεν κάποιας συλλαβής με περισπώμενο τόνο, με περίσπαση της φωνής.