περισάττω: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(6_3) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισάττω''': [[σωρεύω]] ὁλόγυρα, [[περισωρεύω]], τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Ἀριστ. Προβλ. 20. 14, 2· [[ὡσαύτως]], π. τὰς ῥίζας τῇ γῇ, περικαλύπτειν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· π. τὰ χείλη ἀποφράττειν, Πολύβ. 22. 11, 17. | |lstext='''περισάττω''': [[σωρεύω]] ὁλόγυρα, [[περισωρεύω]], τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Ἀριστ. Προβλ. 20. 14, 2· [[ὡσαύτως]], π. τὰς ῥίζας τῇ γῇ, περικαλύπτειν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· π. τὰ χείλη ἀποφράττειν, Πολύβ. 22. 11, 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συσσωρεύω]] [[κάτι]] [[γύρω]], [[σωρεύω]] [[ολόγυρα]], [[περισωρεύω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με οπές) [[φράζω]] [[τελείως]], [[στουπώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σάττω]] «[[φορτώνω]], [[γεμίζω]] καλά»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
A heap up all around, τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arist.Pr.924b4, cf. a28 (Pass.) ; π. [τὰς ῥίζας] Thphr.CP5.6.5 ; π. τὰ χείλη block up, Plb.21.28.14 :—Pass., cj. in Antyll. ap. Orib.6.10.12.
German (Pape)
[Seite 590] ringsherum anhäufen, Arist. probl. 20, 14; verstopfen, περισάξαντες τὰ χείλη τοῦ πί. θου πανταχόθεν, Pol. 22, 11, 17.
Greek (Liddell-Scott)
περισάττω: σωρεύω ὁλόγυρα, περισωρεύω, τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Ἀριστ. Προβλ. 20. 14, 2· ὡσαύτως, π. τὰς ῥίζας τῇ γῇ, περικαλύπτειν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· π. τὰ χείλη ἀποφράττειν, Πολύβ. 22. 11, 17.
Greek Monolingual
Α
1. συσσωρεύω κάτι γύρω, σωρεύω ολόγυρα, περισωρεύω
2. (σχετικά με οπές) φράζω τελείως, στουπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σάττω «φορτώνω, γεμίζω καλά»].