περίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />entrelacé, enlacé.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
|btext=ος, ον :<br />entrelacé, enlacé.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περιπλέκω]]<br />(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα πᾱσαι ἐς ἕν [[μέλος]] ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλεκτος Medium diacritics: περίπλεκτος Low diacritics: περίπλεκτος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: períplektos Transliteration B: periplektos Transliteration C: periplektos Beta Code: peri/plektos

English (LSJ)

ον,

   A intertwining, crossing, of the feet of dancers, Theoc.18.8 (nisi leg. περίπλικτος).

German (Pape)

[Seite 587] umflochten, verschlungen, von den Füßen der Tanzenden, Theocr. 18, 8, v. l. περίπλικτος.

Greek (Liddell-Scott)

περίπλεκτος: -ον, ὁ περιπλεκόμενος, ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Θεόκρ. 18. 8 (διάφ. γραφ. περίπλικτος, ἴδε ἐν λέξ. περιπλίσσομαι).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entrelacé, enlacé.
Étymologie: περιπλέκω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλέκω
(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα πᾱσαι ἐς ἕν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», Θεόκρ.).