περισχοινίζω: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> lier en entourant d’une corde;<br /><b>2</b> entourer d’une corde pour marquer une limite;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχοινίζομαι s’enfermer dans une enceinte réservée.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σχοινίζω.
|btext=<b>1</b> lier en entourant d’une corde;<br /><b>2</b> entourer d’une corde pour marquer une limite;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχοινίζομαι s’enfermer dans une enceinte réservée.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σχοινίζω.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[περιδένω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]] με [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[περιφράσσω]] [[κάτι]] με [[σχοινί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] [[κάτι]] με [[σχοινί]], όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το [[πλήθος]] («περισχοινίσαι τὸ [[δικαστήριον]], [[ὁπότε]] περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ [[μηδείς]], [[ἀνεπόπτευτος]] ὤν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>περισχοινίζομαι</i><br />(για την [[βουλή]] του Αρείου Πάγου) διαχωρίζομαι με [[σχοινί]] που χρησιμοποιείται ως [[φραγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σχοινίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[σχοινίζω]]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισχοινίζω Medium diacritics: περισχοινίζω Low diacritics: περισχοινίζω Capitals: ΠΕΡΙΣΧΟΙΝΙΖΩ
Transliteration A: perischoinízō Transliteration B: perischoinizō Transliteration C: perischoinizo Beta Code: perisxoini/zw

English (LSJ)

   A part off by a rope, τῆς ἀγορᾶς μέρος Poll.8.20 ; τὸ δικαστήριον ib.141 ; χωρία τῆς ἀγορᾶς D.H.7.59 :—Med., of the Areopagitic Council, part itself off by a rope, D.25.23 :—Pass., Poll. 8.123.

German (Pape)

[Seite 595] mit einem Stricke, Seile, σχοῖνος, umgeben, umbinden, z. B. nach Poll. 8, 124 τὸ δικαστήριον, ὁπότε περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ μηδείς, ἀνεπόπτευτος ὤν, vgl. Dem. 25, 23, ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ ὅταν ἐν. τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται. übh. scheinen die Richter vom Volke durch ein Seil getrennt worden zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

περισχοινίζω: περιδένω διὰ σχοινίου, (σχοῖνος), Κλήμ. Ἀλ. 800. ΙΙ. ἀποχωρίζω διὰ σχοινίου ὡς ἐν τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις οἱ δικασταὶ ἐχωρίζοντο ἀπὸ τοῦ λαοῦ, «περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ μηδείς, ἀναπόπτευτος ὢν» Πολυδ. Η΄, 141, 20, 123, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 59 ― Μέσ., ἐπὶ τῆς βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἀποχωρίζω ἐμαυτὸν διὰ σχοινίου (τιθεμένου ἐν εἴδει φραγμοῦ), ὅταν ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται Δημ. 776. 20.

French (Bailly abrégé)

1 lier en entourant d’une corde;
2 entourer d’une corde pour marquer une limite;
Moy. περισχοινίζομαι s’enfermer dans une enceinte réservée.
Étymologie: περί, σχοινίζω.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. περιδένω, δένω ολόγυρα με σχοινί
2. περιβάλλω, περικλείω, περιφράσσω κάτι με σχοινί
αρχ.
1. διαχωρίζω κάτι με σχοινί, όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το πλήθος («περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ μηδείς, ἀνεπόπτευτος ὤν», Πολυδ.)
2. μέσ. περισχοινίζομαι
(για την βουλή του Αρείου Πάγου) διαχωρίζομαι με σχοινί που χρησιμοποιείται ως φραγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σχοινίζω (< σχοῖνος), πρβλ. παρα-σχοινίζω].