περιχαράκωμα: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(6_21)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιχᾰράκωμα''': τό, [[χαράκωμα]] [[πέριξ]] τινός, Ἡσύχ. ἐν λ. θριγγός, Ἐτυμολ. Μέγ. 455, 55.
|lstext='''περιχᾰράκωμα''': τό, [[χαράκωμα]] [[πέριξ]] τινός, Ἡσύχ. ἐν λ. θριγγός, Ἐτυμολ. Μέγ. 455, 55.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΝΜΑ [[περιχαρακώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[περιχαράκωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />περιχαρακωμένος [[τόπος]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχᾰρᾰκωμα Medium diacritics: περιχαράκωμα Low diacritics: περιχαράκωμα Capitals: ΠΕΡΙΧΑΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: pericharákōma Transliteration B: pericharakōma Transliteration C: pericharakoma Beta Code: perixara/kwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A entrenchment, Hsch. s.v. [[θρι[γκ]ός]], EM455.55.

German (Pape)

[Seite 600] τό, ein mit Pallisaden, Wällen, Mauern umgebener Ort, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

περιχᾰράκωμα: τό, χαράκωμα πέριξ τινός, Ἡσύχ. ἐν λ. θριγγός, Ἐτυμολ. Μέγ. 455, 55.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ περιχαρακώ
νεοελλ.
η περιχαράκωση
μσν.-αρχ.
περιχαρακωμένος τόπος.