περίχυμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίχῠμα''': τό, τὸ περικεχυμένον ἢ περιχεόμενον, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 195. ΙΙ. [[ἀπόλουσις]], Μαρῖνος ἐν βίῳ Πρόκλου σελ. 21. | |lstext='''περίχῠμα''': τό, τὸ περικεχυμένον ἢ περιχεόμενον, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 195. ΙΙ. [[ἀπόλουσις]], Μαρῖνος ἐν βίῳ Πρόκλου σελ. 21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[περιχέω]]<br />το [[υγρό]] που χύνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ατμόσφαιρα]], που [[είναι]] διάχυτη [[γύρω]] από την Γη<br /><b>2.</b> το [[απολουσίδι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is poured round or over, wash, Dsc.1.87 ; of whey, Gal.17 (1).983. II that which is diffused around the earth, atmosphere, τὸ ἱερὸν π. Herm. ap. Stob.1.49.44. III ablution, Marin.Procl. 26.
German (Pape)
[Seite 601] τό, das Herumgegossene, Sp., z. B. Schol. Il. 23, 561.
Greek (Liddell-Scott)
περίχῠμα: τό, τὸ περικεχυμένον ἢ περιχεόμενον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 195. ΙΙ. ἀπόλουσις, Μαρῖνος ἐν βίῳ Πρόκλου σελ. 21.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ περιχέω
το υγρό που χύνεται πάνω σε κάτι
αρχ.
1. η ατμόσφαιρα, που είναι διάχυτη γύρω από την Γη
2. το απολουσίδι.