πετάσιον: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_22) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πετάσιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πέτασος]], [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 176Β· πετάσια κανωβικὰ (διάφ. γραφ. κωνωπικὰ) Σχολ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 362 Matth. | |lstext='''πετάσιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πέτασος]], [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 176Β· πετάσια κανωβικὰ (διάφ. γραφ. κωνωπικὰ) Σχολ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 362 Matth. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[πέτασος]]<br />[[μικρός]] [[πέτασος]], καπελάκι ή [[ψαθάκι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of πέτασος, Posidon.2 J.; π. κανωπικά Sch. Orib.2.745.
German (Pape)
[Seite 604] τό, dim. von πέτασος, Ath. V, 176 b, aus Posidon.
Greek (Liddell-Scott)
πετάσιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέτασος, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 176Β· πετάσια κανωβικὰ (διάφ. γραφ. κωνωπικὰ) Σχολ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 362 Matth.