πετηνίς: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(10)
 
(32)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=pethnis
|Beta Code=pethnis
|Definition=<b class="b3">κόρις</b>, Hsch. πετηνός, ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[πετεινός]]. πετοῖσαι, = [[πεσοῦσαι]], v. [[πίπτω]].</span>
|Definition=<b class="b3">κόρις</b>, Hsch. πετηνός, ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[πετεινός]]. πετοῖσαι, = [[πεσοῦσαι]], v. [[πίπτω]].</span>
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κόρις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ένταξη]] της λ. στην [[οικογένεια]] του [[πετάννυμι]] ή του [[πέτομαι]] παραμένει αμφίβολη (<b>πρβλ.</b> και [[πετηλίς]])].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετηνις Medium diacritics: πετηνίς Low diacritics: πετηνίς Capitals: ΠΕΤΗΝΙΣ
Transliteration A: petēnís Transliteration B: petēnis Transliteration C: petinis Beta Code: pethnis

English (LSJ)

κόρις, Hsch. πετηνός, ή, όν,

   A v. πετεινός. πετοῖσαι, = πεσοῦσαι, v. πίπτω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κόρις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ένταξη της λ. στην οικογένεια του πετάννυμι ή του πέτομαι παραμένει αμφίβολη (πρβλ. και πετηλίς)].