Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πετροφυής: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(6_8)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετροφυής''': -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, [[πολύπους]], Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90.
|lstext='''πετροφυής''': -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, [[πολύπους]], Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />(για φυτά) αυτός που φύεται [[πάνω]] σε [[πέτρα]], ο προσκολλημένος σε [[πέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πετροφυής]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το λευκόφυλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>/ [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιμνο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροφῠής Medium diacritics: πετροφυής Low diacritics: πετροφυής Capitals: ΠΕΤΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: petrophyḗs Transliteration B: petrophyēs Transliteration C: petrofyis Beta Code: petrofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A clinging to rock, πολύπους Ps.-Phoc.49.    II Subst. πετροφυές, τό, = ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον, Ps.-Dsc.4.90, cf. 89.

German (Pape)

[Seite 606] ές, an Felsen, Steinen wachsend, daran haftend; πολύπους, Phocyl. 44; τὸ πετροφυές, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πετροφυής: -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, πολύπους, Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, εἶδος φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
(για φυτά) αυτός που φύεται πάνω σε πέτρα, ο προσκολλημένος σε πέτρα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. πετροφυής
το φυτό αείζωον το λευκόφυλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -φυής (< φύω/ φύομαι), πρβλ. λιμνο-φυής].