πετροφυής: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(6_8) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πετροφυής''': -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, [[πολύπους]], Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90. | |lstext='''πετροφυής''': -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, [[πολύπους]], Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />(για φυτά) αυτός που φύεται [[πάνω]] σε [[πέτρα]], ο προσκολλημένος σε [[πέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πετροφυής]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το λευκόφυλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>/ [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιμνο</i>-<i>φυής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A clinging to rock, πολύπους Ps.-Phoc.49. II Subst. πετροφυές, τό, = ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον, Ps.-Dsc.4.90, cf. 89.
German (Pape)
[Seite 606] ές, an Felsen, Steinen wachsend, daran haftend; πολύπους, Phocyl. 44; τὸ πετροφυές, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πετροφυής: -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, πολύπους, Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, εἶδος φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
(για φυτά) αυτός που φύεται πάνω σε πέτρα, ο προσκολλημένος σε πέτρα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροφυής
το φυτό αείζωον το λευκόφυλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -φυής (< φύω/ φύομαι), πρβλ. λιμνο-φυής].