πέρνα: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>= lat.</i> perna, « jambon ». | |btext=ης (ἡ) :<br /><i>= lat.</i> perna, « jambon ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πέρνη]] και [[πτέρνα]], ἡ, Α<br />[[χοιρομέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>perna</i> «[[χοιρομέρι]]». Ο τ. [[πτέρνα]], αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ., οφείλεται [[είτε]] σε αστεϊσμό [[είτε]] σε [[επίδραση]] της λ. [[πτέρνα]] (<b>πρβλ.</b> [[πτερνοτρώκτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
(late Ep. πτέρνα Batr.37 (s. v. l.)), ης, ἡ,
A ham, Str.3.4.11, Poll.2.193 (πτέρνα codd.), PSI6.683.33 (ii A. D.), Ath. 14.657e, Edict. Diocl.Aeg.4.8 :—also πέρνη, Hdn.Gr.2.939 (fort.πέρνη). (Borrowed from Lat. perna.)
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, der Schinken, lat. perna, Strab., hängt mit πτέρνα zusammen; vgl. Poll. 2, 193.
Greek (Liddell-Scott)
πέρνα: -ης, -ἡ, σχελὶς ὁλόκνημος, «χοιρομέρι», perna, Στράβ. 162, Ἀθήν. 657Ε· ὡσαύτως, πέρνη, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 33. Πρβλ. πτέρνα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
= lat. perna, « jambon ».
Greek Monolingual
και πέρνη και πτέρνα, ἡ, Α
χοιρομέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. perna «χοιρομέρι». Ο τ. πτέρνα, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ., οφείλεται είτε σε αστεϊσμό είτε σε επίδραση της λ. πτέρνα (πρβλ. πτερνοτρώκτης)].