πεώδης: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(6_7)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεώδης''': -ες, ὁ ἔχων μέγα καὶ ἐξωγκωμένον [[πέος]], [[ὡσαύτως]] [[πεοίδης]], Λουκ. Λεξιφάν. 12.
|lstext='''πεώδης''': -ες, ὁ ἔχων μέγα καὶ ἐξωγκωμένον [[πέος]], [[ὡσαύτως]] [[πεοίδης]], Λουκ. Λεξιφάν. 12.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, Α [[πέος]]<br />αυτός που έχει μεγάλο [[πέος]] σε [[στύση]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεώδης Medium diacritics: πεώδης Low diacritics: πεώδης Capitals: ΠΕΩΔΗΣ
Transliteration A: peṓdēs Transliteration B: peōdēs Transliteration C: peodis Beta Code: pew/dhs

English (LSJ)

ες,

   A with a large πέος, Luc.Lex.12; cf. πεοίδης.

German (Pape)

[Seite 607] ες, mit einem starken männlichen Gliede versehen, Luc. Lex. 11.

Greek (Liddell-Scott)

πεώδης: -ες, ὁ ἔχων μέγα καὶ ἐξωγκωμένον πέος, ὡσαύτως πεοίδης, Λουκ. Λεξιφάν. 12.

Greek Monolingual

-ες, Α πέος
αυτός που έχει μεγάλο πέος σε στύση.