περιτραχήλιος: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(6_18) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιτρᾰχήλιος''': -ον, ὁ περὶ τὸν τράχηλον, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[κλοιός]], Ἐτυμολ. Μέγ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιτραχήλιον, τὸ, [[κόσμημα]] τοῦ τραχήλου, [[ὅρμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8, Πλουτ. Ἀλέξ. 32. ΙΙ. = ἐπιτραχήλιον, Ψευδο-Γερμαν. 393C. | |lstext='''περιτρᾰχήλιος''': -ον, ὁ περὶ τὸν τράχηλον, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[κλοιός]], Ἐτυμολ. Μέγ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιτραχήλιον, τὸ, [[κόσμημα]] τοῦ τραχήλου, [[ὅρμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8, Πλουτ. Ἀλέξ. 32. ΙΙ. = ἐπιτραχήλιον, Ψευδο-Γερμαν. 393C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ [[περιτράχηλος]]<br /><b>1.</b> ο [[γύρω]] από τον τράχηλο, αυτός που περιβάλλει τον τράχηλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περιτραχήλιον</i><br />[[περιδέραιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το επιτραχήλιο, το [[πετραχήλι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A round the neck, Hsch. s.v. κλοιός ; κόσμος EM477.31,al. II Subst. περιτρᾰχήλιον, τό, neckpiece, gorget, IG22.1492.54, Str.3.4.17(pl.), Plu.Alex.32,Arr.Epict.3.14.12,POxy. 1273.7 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 597] um den Hals gehend; τὸ π., Halsband, Plut. Alex. 32.
Greek (Liddell-Scott)
περιτρᾰχήλιος: -ον, ὁ περὶ τὸν τράχηλον, Ἡσύχ. ἐν λέξει κλοιός, Ἐτυμολ. Μέγ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιτραχήλιον, τὸ, κόσμημα τοῦ τραχήλου, ὅρμος, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8, Πλουτ. Ἀλέξ. 32. ΙΙ. = ἐπιτραχήλιον, Ψευδο-Γερμαν. 393C.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ περιτράχηλος
1. ο γύρω από τον τράχηλο, αυτός που περιβάλλει τον τράχηλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιτραχήλιον
περιδέραιο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το επιτραχήλιο, το πετραχήλι.