πηλοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte du mortier, manœuvre.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte du mortier, manœuvre.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[πηλοφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργάτης]] που μεταφέρει πηλό με το [[πηλοφόρι]], ο [[βοηθός]] κτίστη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει πηλό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[χειροτέχνης]], [[μισθωτός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A carrying clay or mortar, ib.1290.3 (ii B.C.), Poll.7.130, Suid.
German (Pape)
[Seite 610] Lehm, Koth tragend, Suid. erkl. χειροτέχναι, μισθωτοί.
Greek (Liddell-Scott)
πηλοφόρος: -ον, ὁ φέρων πηλόν, Πολυδ. Ζ΄, 130. ― Κατὰ Σουΐδ. «πηλοφόροι, χειροτέχναι, μισθωτοί».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte du mortier, manœuvre.
Étymologie: πηλός, φέρω.
Greek Monolingual
ο / πηλοφόρος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργάτης που μεταφέρει πηλό με το πηλοφόρι, ο βοηθός κτίστη
μσν.-αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει πηλό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτέχνης, μισθωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -φόρος].