πιθήκειος: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6_4) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῐθήκειος''': -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, [[ὅμοιος]] πιθήκῳ, [[πιθηκοειδής]], Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ. | |lstext='''πῐθήκειος''': -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, [[ὅμοιος]] πιθήκῳ, [[πιθηκοειδής]], Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[πιθήκειος]], -ον, ΝΜΑ [[πίθηκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πιθήκεια [[σχισμή]]»<br /><b>ανατ.</b> το επίμηκες ραχιαίο [[σκέλος]] της βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς [[κοντά]] στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω [[επιφάνεια]] του εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πίθηκο ή ο όμοιος με πίθηκο, [[πιθηκικός]], [[πιθηκοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of an ape, ape-like, Gal.2.386, UP3.8, Suid.
German (Pape)
[Seite 613] äffisch, affenartig, Sp., z. B. πιθήκειον βλέπειν.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθήκειος: -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, ὅμοιος πιθήκῳ, πιθηκοειδής, Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-α, -ο / πιθήκειος, -ον, ΝΜΑ πίθηκος
νεοελλ.
φρ. «πιθήκεια σχισμή»
ανατ. το επίμηκες ραχιαίο σκέλος της βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς κοντά στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πίθηκο ή ο όμοιος με πίθηκο, πιθηκικός, πιθηκοειδής.