πίσσανθος: Difference between revisions
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
(6_6) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πίσσανθος''': -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν [[ὅταν]] ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς [[μέρος]] τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ [[ὅπερ]] ὁ Ἱππ. καλεῖ [[ὀρρός]] πίσσης, 877Α (πρβλ. [[ὀρρόπισσα]]), παρὰ Διοσκ. [[πισσέλαιον]] 1. 95. | |lstext='''πίσσανθος''': -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν [[ὅταν]] ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς [[μέρος]] τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ [[ὅπερ]] ὁ Ἱππ. καλεῖ [[ὀρρός]] πίσσης, 877Α (πρβλ. [[ὀρρόπισσα]]), παρὰ Διοσκ. [[πισσέλαιον]] 1. 95. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />ελαιώδες [[υγρό]] που ανέρχεται στην [[επιφάνεια]], όταν η ωμή [[πίσσα]] αφεθεί σε ένα [[μέρος]] για αρκετό χρόνο, το [[πισσέλαιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand, Gal.11.520.
German (Pape)
[Seite 619] τό, der dünne, obenauf schwimmende Theil des flüssigen Pechs, flos picis, auch πισσέλαιον u. ὄῤῥος πίσσης, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πίσσανθος: -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ὅταν ἡ ὠμὴ πίσσα ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς μέρος τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ ὅπερ ὁ Ἱππ. καλεῖ ὀρρός πίσσης, 877Α (πρβλ. ὀρρόπισσα), παρὰ Διοσκ. πισσέλαιον 1. 95.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος.