πλάγος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
(Bailly1_4)
(32)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους (τό) :<br /><i>mot dor.</i><br />côté.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πλάγιος]].
|btext=ους (τό) :<br /><i>mot dor.</i><br />côté.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πλάγιος]].
}}
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />(δωρ. λ.) το πλάγιο [[μέρος]], η [[πλευρά]], το πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. [[πλάγιος]], πιθ. [[κατά]] το [[πλάτος]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάγος Medium diacritics: πλάγος Low diacritics: πλάγος Capitals: ΠΛΑΓΟΣ
Transliteration A: plágos Transliteration B: plagos Transliteration C: plagos Beta Code: pla/gos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό,

   A side, Dor. word, Tab.Heracl.1.66.

Greek (Liddell-Scott)

πλάγος: τό, τὸ πλάγιον μέρος, ἀρχαία Δωρ. λέξις, ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ πλάγιος Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
mot dor.
côté.
Étymologie: cf. πλάγιος.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος, πιθ. κατά το πλάτος.