πλαγίωσις: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6_8) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰγίωσις''': -εως, ἡ, = [[πλαγιασμός]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[λόξωσις]]. | |lstext='''πλᾰγίωσις''': -εως, ἡ, = [[πλαγιασμός]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[λόξωσις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α [[πλαγιώ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πλαγιασμός]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = πλαγιασμός, Hsch. s.v. λόξωσις.
German (Pape)
[Seite 623] ἡ, = πλαγιασμός, Hesych. v. λόξωσις.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγίωσις: -εως, ἡ, = πλαγιασμός, Ἡσύχ. ἐν λ. λόξωσις.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α πλαγιώ
(κατά τον Ησύχ.) «πλαγιασμός».