πλύνος: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πλυνός]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πλυνός]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πλύνω]]<br /><b>1.</b> το [[πλύσιμο]]<br /><b>2.</b> [[κάτι]] που έχει πλυθεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νιτρική]] πλύνου» — νιτρικό [[σαπούνι]]<br />β) <b>μτφ.</b> «πλύνον ποιῶ τινα» — [[πλύνω]]<br />γ) <b>μτφ.</b> «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 638] eine Sache, die gewaschen wird, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. πλυνός.

Greek Monolingual

ὁ, Α πλύνω
1. το πλύσιμο
2. κάτι που έχει πλυθεί
3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» — νιτρικό σαπούνι
β) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» — πλύνω
γ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.