ποδαλγής: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_7) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποδαλγής''': -ές, ὁ ἀλγῶν τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 5. 68, [[Πολυδ]]. Β΄, 106· οὕτω ποδαλγός, όν, Βυζ.· ― ῥῆμ. ποδαλγέω, = [[ποδαγράω]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 559, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἀλλὰ μεταβ., προξενῶ ποδάγραν, Ροῦφ. ἐν Ὀρειβασ. 1. 335)· [[ὡσαύτως]] ποδαλγιάω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 111· ― οὐσιαστ. ποδαλγία, ἡ, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ., Γαλην.· ― Ἐπίθ. ποδαλγικός, ή, όν, = [[ποδαγρικός]], Διοσκ. 3. 150. | |lstext='''ποδαλγής''': -ές, ὁ ἀλγῶν τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 5. 68, [[Πολυδ]]. Β΄, 106· οὕτω ποδαλγός, όν, Βυζ.· ― ῥῆμ. ποδαλγέω, = [[ποδαγράω]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 559, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἀλλὰ μεταβ., προξενῶ ποδάγραν, Ροῦφ. ἐν Ὀρειβασ. 1. 335)· [[ὡσαύτως]] ποδαλγιάω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 111· ― οὐσιαστ. ποδαλγία, ἡ, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ., Γαλην.· ― Ἐπίθ. ποδαλγικός, ή, όν, = [[ποδαγρικός]], Διοσκ. 3. 150. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει πόνους στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]] «[[πόνος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεφαλ</i>-<i>αλγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A gouty, Poll.2.196, AP7.112 (D.L.).
German (Pape)
[Seite 642] ές, an den Füßen Schmerzen leidend, D. L. 5, 68 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποδαλγής: -ές, ὁ ἀλγῶν τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 5. 68, Πολυδ. Β΄, 106· οὕτω ποδαλγός, όν, Βυζ.· ― ῥῆμ. ποδαλγέω, = ποδαγράω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 559, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἀλλὰ μεταβ., προξενῶ ποδάγραν, Ροῦφ. ἐν Ὀρειβασ. 1. 335)· ὡσαύτως ποδαλγιάω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 111· ― οὐσιαστ. ποδαλγία, ἡ, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γαλην.· ― Ἐπίθ. ποδαλγικός, ή, όν, = ποδαγρικός, Διοσκ. 3. 150.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πόνους στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ-αλγής].