ποθόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />atteint d’un désir passionné.<br />'''Étymologie:''' [[πόθος]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />atteint d’un désir passionné.<br />'''Étymologie:''' [[πόθος]], [[βάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>βλητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθόβλητος Medium diacritics: ποθόβλητος Low diacritics: ποθόβλητος Capitals: ΠΟΘΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pothóblētos Transliteration B: pothoblētos Transliteration C: pothovlitos Beta Code: poqo/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A love-stricken, Nonn.D.4.225, AP6.71 (Paul. Sil.), 9.620 (Id.).    II Act., causing desire, Nonn.D.15.235, al.

German (Pape)

[Seite 645] von Verlangen, Sehnsucht, Liebe getroffen, verwundet; ἔργα, Paul. Sil. 41. 63 (VI, 71. IX, 620), u. a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 254. 10, 268.

Greek (Liddell-Scott)

ποθόβλητος: -ον, ὑπὸ πόθου βληθείς, ἐρωτόληπτος, Ἀνθ. Π. 6. 71., 9. 620, Νόνν. Δ. 4. 225.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint d’un désir passionné.
Étymologie: πόθος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)
2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + -βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό-βλητος].