πόδωμα: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_21) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πόδωμα''': τό, (ποὺς) [[ἔδαφος]], πάτωμα, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 42. | |lstext='''πόδωμα''': τό, (ποὺς) [[ἔδαφος]], πάτωμα, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν [[πούς]], <i>ποδός</i>]<br /><b>ναυτ.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου.———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[δάπεδο]], [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[σιταποθήκη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τέλος]] ποδώματος» — [[φόρος]] αποθηκεύσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πέπλ</i>-<i>ωμα</i>: [[πέπλος]], <i>πλεύρ</i>-<i>ωμα</i>: [[πλευρόν]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (πούς)
A floor, base, Apollod.Poliorc.192.7, OGI510.5(Ephesus, ii A.D.); of a granary, BGU321.13 (iii A.D.), etc. 2 storage-charge for grain, PRyl.71 Intr. (i B.C.), PTeb.339.17 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 644] τό, Fußboden, Math. vett.
Greek (Liddell-Scott)
πόδωμα: τό, (ποὺς) ἔδαφος, πάτωμα, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 42.
Greek Monolingual
(I)
το, Ν πούς, ποδός]
ναυτ. το κάτω μέρος ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου.———————— (II)
τὸ, Α
1. δάπεδο, βάση
2. σιταποθήκη
3. φρ. «τέλος ποδώματος» — φόρος αποθηκεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος, πλεύρ-ωμα: πλευρόν)].