πολεμήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(6_19)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], Ὀππ. Κυν. 3. 204, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ἑρμάνν.
|lstext='''πολεμήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], Ὀππ. Κυν. 3. 204, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ἑρμάνν.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(για τον διάβολο) [[πολέμιος]], [[εχθρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολεμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οική</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμήτωρ Medium diacritics: πολεμήτωρ Low diacritics: πολεμήτωρ Capitals: ΠΟΛΕΜΗΤΩΡ
Transliteration A: polemḗtōr Transliteration B: polemētōr Transliteration C: polemitor Beta Code: polemh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A warlike, Antioch. in Cat.Cod.Astr.1.111, v.l. in Opp.C.3.205.

German (Pape)

[Seite 653] ορος, poet., kriegerisch, Opp. Cyn. 3, 204 u. einzeln bei a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, πολεμικός, φιλοπόλεμος, Ὀππ. Κυν. 3. 204, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ἑρμάνν.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(για τον διάβολο) πολέμιος, εχθρός
αρχ.
φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. οική-τωρ)].