ποιμνιοστάσιο: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(No difference)
|
(33) |
(No difference)
|
το, Ν
περίφρακτος χώρος όπου σταβλίζονται τα ποίμνια, μαντρί, στάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνιο + -στάσιο (< -στάνης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ποιμνιοστάσιον, μαρτυρείται από το 1851 στον Σ.Α. Κουμανούδη].