Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποιμνιοστάσιο: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(33)
(No difference)

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
περίφρακτος χώρος όπου σταβλίζονται τα ποίμνια, μαντρί, στάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνιο + -στάσιο (< -στάνης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ποιμνιοστάσιον, μαρτυρείται από το 1851 στον Σ.Α. Κουμανούδη].