πολεμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui excite une guerre, auteur d’une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui excite une guerre, auteur d’une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[ποιέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υποκινεί πόλεμο, [[αίτιος]] πολέμου («ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ [[τύραννος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει έριδες («πολεμοποιὸς [[διαβολή]]», Θεμίστ.)<br /><b>3.</b> [[πολεμικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμοποιός Medium diacritics: πολεμοποιός Low diacritics: πολεμοποιός Capitals: ΠΟΛΕΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: polemopoiós Transliteration B: polemopoios Transliteration C: polemopoios Beta Code: polemopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making war, bellicose, π. ὁ τύραννος Arist.Pol.1313b28, cf. Plu.2.321f, Jul.ad Ath. 281b, etc.; π. ἵπποι Them.Or.24.307b; διαβολή ib.22.277c.

German (Pape)

[Seite 654] Krieg, Feindseligkeiten erregend, auch verfeindend, zu Feinden machend; Arist. pol. 5, 11, Plut. Popl. 21 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κινῶν πόλεμον, ὁ γινόμενος αἴτιος πολέμου, ἔστι δὲ πολεμοποιὸς ὁ Τύραννος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 311F, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui excite une guerre, auteur d’une guerre.
Étymologie: πόλεμος, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που υποκινεί πόλεμο, αίτιος πολέμου («ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος», Αριστοτ.)
2. αυτός που διεγείρει έριδες («πολεμοποιὸς διαβολή», Θεμίστ.)
3. πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -ποιος].