ποικιλῳδός: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />aux chants souples, <i>càd</i> artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[ᾠδή]]. | |btext=ός, όν :<br />aux chants souples, <i>càd</i> artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[ᾠδή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Σφιγγός) αυτός που τραγουδά αινιγματικά ή και δελεαστικά άσματα («ἡ ποικιλωδὸς [[Σφίγξ]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τραγ</i>-[[ωδός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A of perplexed and juggling song, of the Sphinx. S.OT130.
German (Pape)
[Seite 651] von mannichfaltigem Gesange; von verworrenem, räthselhaftem, verfänglichem Gesange, wie die Sphinx, Soph. O. R. 130.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλῳδός: -όν, ὁ ποικίλην, περίπλοκον ᾠδὴν ᾄδων, αἰνιγματώδης, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Ο. Τ. 130.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
aux chants souples, càd artificieux.
Étymologie: ποικίλος, ᾠδή.
Greek Monolingual
-όν, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Σφιγγός) αυτός που τραγουδά αινιγματικά ή και δελεαστικά άσματα («ἡ ποικιλωδὸς Σφίγξ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ-ωδός].