ποικιλῳδός

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλῳδός Medium diacritics: ποικιλῳδός Low diacritics: ποικιλωδός Capitals: ΠΟΙΚΙΛΩΔΟΣ
Transliteration A: poikilōidós Transliteration B: poikilōdos Transliteration C: poikilodos Beta Code: poikilw|do/s

English (LSJ)

ποικιλῳδόν, of perplexed and juggling song, of the Sphinx. S.OT130.

German (Pape)

[Seite 651] von mannichfaltigem Gesange; von verworrenem, räthselhaftem, verfänglichem Gesange, wie die Sphinx, Soph. O. R. 130.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
aux chants souples, càd artificieux.
Étymologie: ποικίλος, ᾠδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλῳδός -όν [ποικίλος, ᾠδή] raadsels zingend.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλῳδός: искусно поющий, завлекающий своим пением (Σφίγξ Soph.).

Greek Monolingual

-όν, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Σφιγγός) αυτός που τραγουδά αινιγματικά ή και δελεαστικά άσματα («ἡ ποικιλωδὸς Σφίγξ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγωδός].

Greek Monotonic

ποικῐλῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που τραγουδά περίπλοκο και αινιγματικό τραγούδι, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλῳδός: -όν, ὁ ποικίλην, περίπλοκον ᾠδὴν ᾄδων, αἰνιγματώδης, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Ο. Τ. 130.

Middle Liddell

ποικῐλ-ῳδός, όν [ᾠδή]
of perplexed and juggling song, Soph.

English (Woodhouse)

speaking in riddles

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)