πολυγενής: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυγενής''': -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ πολλῶν οἰκογενειῶν ἀποτελούμενος, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 171, Θ΄, 21.
|lstext='''πολυγενής''': -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ πολλῶν οἰκογενειῶν ἀποτελούμενος, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 171, Θ΄, 21.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που ανήκει σε [[πολλά]] γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγενής Medium diacritics: πολυγενής Low diacritics: πολυγενής Capitals: ΠΟΛΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: polygenḗs Transliteration B: polygenēs Transliteration C: polygenis Beta Code: polugenh/s

English (LSJ)

ές, (γένος)

   A of many families, Poll.9.21; π. τὸν Δία προσηγόρευσεν PMich. in Class.Phil.22.9.

German (Pape)

[Seite 660] ές, von vielen, vielerlei Geschlechtern; Poll. 6, 171; Schol. Il. 2, 804.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ πολλῶν οἰκογενειῶν ἀποτελούμενος, Πολυδ. Ϛ΄, 171, Θ΄, 21.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, ομο-γενής].