πολύβιος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύβιος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ζωὴν ἢ ζωτικότητα, Εὐστ. 916. 21.
|lstext='''πολύβιος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ζωὴν ἢ ζωτικότητα, Εὐστ. 916. 21.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μακρόβιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[περιουσία]], [[πλούσιος]]<br /><b>3.</b> [[ισχυρός]] («πολύβιοι ὅ ἐστι πολυδύναμοι<br />ἀνδρεῑοι γάρ», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβῐος Medium diacritics: πολύβιος Low diacritics: πολύβιος Capitals: ΠΟΛΥΒΙΟΣ
Transliteration A: polýbios Transliteration B: polybios Transliteration C: polyvios Beta Code: polu/bios

English (LSJ)

ον, (

   A βίος 11) well-to-do, Cat.Cod.Astr.2.209.    II (βία) powerful, Eust.916.21.

German (Pape)

[Seite 660] lang lebend, B. A. 323.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβιος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ζωὴν ἢ ζωτικότητα, Εὐστ. 916. 21.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. μακρόβιος
2. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πλούσιος
3. ισχυρός («πολύβιοι ὅ ἐστι πολυδύναμοι
ἀνδρεῑοι γάρ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισό-βιος].