πολυβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυβλέφᾰρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ βλέφαρα, Νόνν. Δ. 20. 65.
|lstext='''πολυβλέφᾰρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ βλέφαρα, Νόνν. Δ. 20. 65.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>χαριτο</i>-<i>βλέφαρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβλέφᾰρος Medium diacritics: πολυβλέφαρος Low diacritics: πολυβλέφαρος Capitals: ΠΟΛΥΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: polyblépharos Transliteration B: polyblepharos Transliteration C: polyvlefaros Beta Code: poluble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with many eyes, Nonn.D.20.65.

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Augenlidern, Nonn. D. 20, 65.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ βλέφαρα, Νόνν. Δ. 20. 65.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα
2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτο-βλέφαρος].