πολυέξοδος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυέξοδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἐξόδους, Νικήτ. Χων Χρον. ἐν κώδ. Γραικοβαρβάρῳ σ. 132, 23 καὶ 226, 19, ἔκδ. Bekk. ΙΙ. ὁ πολλὰ ἐξοδεύων, [[πολυδάπανος]], περὶ τὰς στολὰς πολυέξοδοι Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 96, 25. | |lstext='''πολυέξοδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἐξόδους, Νικήτ. Χων Χρον. ἐν κώδ. Γραικοβαρβάρῳ σ. 132, 23 καὶ 226, 19, ἔκδ. Bekk. ΙΙ. ὁ πολλὰ ἐξοδεύων, [[πολυδάπανος]], περὶ τὰς στολὰς πολυέξοδοι Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 96, 25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυέξοδος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πολυδάπανος]], [[σπάταλος]]<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο απαιτούνται [[πολλά]] έξοδα, πολλές δαπάνες, [[δαπανηρός]] («πολυέξοδη [[θεραπεία]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει πολλές εξόδους, πολλές πόρτες. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with many outgoings, lavish, Procl.Par.Ptol.96.
German (Pape)
[Seite 662] viel ausgehend, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέξοδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἐξόδους, Νικήτ. Χων Χρον. ἐν κώδ. Γραικοβαρβάρῳ σ. 132, 23 καὶ 226, 19, ἔκδ. Bekk. ΙΙ. ὁ πολλὰ ἐξοδεύων, πολυδάπανος, περὶ τὰς στολὰς πολυέξοδοι Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 96, 25.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυέξοδος, -ον, ΝΜΑ
1. πολυδάπανος, σπάταλος
2. αυτός για τον οποίο απαιτούνται πολλά έξοδα, πολλές δαπάνες, δαπανηρός («πολυέξοδη θεραπεία»)
μσν.
αυτός που έχει πολλές εξόδους, πολλές πόρτες.