πολυήθης: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(6_8) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυήθης''': -ες, ὁ πολλοὺς χαρακτῆρας λαμβάνων, [[πολύτροπος]], Εὐστ. 1381. 41. | |lstext='''πολυήθης''': -ες, ὁ πολλοὺς χαρακτῆρας λαμβάνων, [[πολύτροπος]], Εὐστ. 1381. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύηθες, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που αλλάζει [[συνεχώς]] χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> αυτός που αλλάζει εύκολα [[γνώμη]], ιδέες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]], <i>τὸ</i> «[[συνήθεια]], [[χαρακτήρας]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>ήθης</i>, <i>κακο</i>-<i>ήθης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A taking many characters, versatile, Eust.1381.41.
German (Pape)
[Seite 662] ες, viele Charaktere annehmend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολυήθης: -ες, ὁ πολλοὺς χαρακτῆρας λαμβάνων, πολύτροπος, Εὐστ. 1381. 41.
Greek Monolingual
-ύηθες, Μ
1. αυτός που αλλάζει συνεχώς χαρακτηριστικά
2. αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ιδέες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηθής (< ἦθος, τὸ «συνήθεια, χαρακτήρας»), πρβλ. ευ-ήθης, κακο-ήθης].