πολυβαθής: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυβᾰθής''': -ές, [[λίαν]] [[βαθύς]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 633., 5. 60.
|lstext='''πολυβᾰθής''': -ές, [[λίαν]] [[βαθύς]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 633., 5. 60.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που έχει μεγάλο [[βάθος]] («ἄβυσσον γὰρ τὸ πολυβαθές», χρησμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>βαθής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβᾰθής Medium diacritics: πολυβαθής Low diacritics: πολυβαθής Capitals: ΠΟΛΥΒΑΘΗΣ
Transliteration A: polybathḗs Transliteration B: polybathēs Transliteration C: polyvathis Beta Code: polubaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A very deep, ib.1.633, 5.61.

German (Pape)

[Seite 660] ές, sehr tief, Schol. Opp. 1, 633.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβᾰθής: -ές, λίαν βαθύς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 633., 5. 60.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλο βάθος («ἄβυσσον γὰρ τὸ πολυβαθές», χρησμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαθής (< βάθος), πρβλ. ισο-βαθής].