πολύδωρος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(SL_2)
(33)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πολῠδωρος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[much]] endowed κτησάμεναι χθόνα πολύδωρον (Pae. 2.60)
|sltr=<b>πολῠδωρος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[much]] endowed κτησάμεναι χθόνα πολύδωρον (Pae. 2.60)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύδωρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πάρει πλούσια δώρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄλοχος]] [[πολύδωρος]]» <br />α) αυτή που έχει πάρει από τον μνηστήρα της [[πολλά]] δώρα<br />β) αυτή που έχει φέρει [[μαζί]] της στο [[σπίτι]] του άνδρα της πολλή [[προίκα]], [[πολλά]] δώρα, [[πολύφερνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>δωρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδωρος Medium diacritics: πολύδωρος Low diacritics: πολύδωρος Capitals: ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
Transliteration A: polýdōros Transliteration B: polydōros Transliteration C: polydoros Beta Code: polu/dwros

English (LSJ)

ον,

   A richly dowered, ἄλοχος Il.6.394, Od.24.294, etc.    II open-handed, Aret.SD1.5.

German (Pape)

[Seite 662] viel beschenkt; ἄλοχος, reich ausgestattet, Il. 6, 394, von der Andromache, u. Od. 24, 294, von der Penelope. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδωρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, «ἡ πολλὰ δῶρα λαβοῦσα παρὰ τοῦ μνηστευσαμένου ἢ ἡ πολλὰ δῶρα ἐπενεγκαμένη τῷ τοῦ ἀνδρὸς οἴκῳ» (Σχόλ.), ἄλοχος Πολύδωρος Ἰλ. Ζ. 394· ἄλοχος πολύδωρος, ἐχέφρων Πηνελόπεια Ὀδ. Ω. 294, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a reçu de grands présents ou une riche dot.
Étymologie: πολύς, δῶρον.

English (Autenrieth)

(δῶρον): richly dowered.

English (Slater)

πολῠδωρος, -ον
   1 much endowed κτησάμεναι χθόνα πολύδωρον (Pae. 2.60)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδωρος, -ον, ΝΑ
1. γενναιόδωρος
2. αυτός που έχει πάρει πλούσια δώρα
αρχ.
φρ. «ἄλοχος πολύδωρος»
α) αυτή που έχει πάρει από τον μνηστήρα της πολλά δώρα
β) αυτή που έχει φέρει μαζί της στο σπίτι του άνδρα της πολλή προίκα, πολλά δώρα, πολύφερνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].