πολύθεστος: Difference between revisions
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύθεστος''': -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, [[πολυπόθητος]], Καλλ. εἰς Δήμ, 48· πρβλ. [[ἀπόθεστος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πολύθεστος]]· [[πολυαγάπητος]]. [[πολύσεπτος]]». | |lstext='''πολύθεστος''': -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, [[πολυπόθητος]], Καλλ. εἰς Δήμ, 48· πρβλ. [[ἀπόθεστος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πολύθεστος]]· [[πολυαγάπητος]]. [[πολύσεπτος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> πολύ [[επιθυμητός]], [[πολυαγαπημένος]] («[[τέκνον]] πολύθεστε τοκεῦσι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> πολύ τιμημένος, [[πολύσεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θεστος</i>, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει <span style="color: red;"><</span> [[θέσσασθαι]] «[[εύχομαι]], [[ζητώ]] με [[προσευχή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>θεστος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A muchdesired, τοκεῦσι Call.Cer.48.
German (Pape)
[Seite 663] viel od. sehr gewünscht, Callim. Cer. 48.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθεστος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, Καλλ. εἰς Δήμ, 48· πρβλ. ἀπόθεστος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολύθεστος· πολυαγάπητος. πολύσεπτος».
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. πολύ επιθυμητός, πολυαγαπημένος («τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) πολύ τιμημένος, πολύσεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θεστος, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή» (πρβλ. ά-θεστος)].