πολιοειδής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολιοειδής''': -ές, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς πολιόν, ὁπωσοῦν [[πολιός]], Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 126.
|lstext='''πολιοειδής''': -ές, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς πολιόν, ὁπωσοῦν [[πολιός]], Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 126.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[σχεδόν]] [[πολιός]], ασπριδερός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιοειδής Medium diacritics: πολιοειδής Low diacritics: πολιοειδής Capitals: ΠΟΛΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: polioeidḗs Transliteration B: polioeidēs Transliteration C: polioeidis Beta Code: polioeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A greyish, ἄνθη Sch.Nic.Al.126.

German (Pape)

[Seite 655] ές, graulich, Schol. Nic. Al. 126.

Greek (Liddell-Scott)

πολιοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς πολιόν, ὁπωσοῦν πολιός, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 126.

Greek Monolingual

-ές, Α
σχεδόν πολιός, ασπριδερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός + -ειδής].