πολύσημος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_16)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύσημος''': -ον, = [[πολυσήμαντος]]· ― Ἐπίρρ. πολυσήμως, Κλημέντια 25Β, Βασίλ. 3, 173C.
|lstext='''πολύσημος''': -ον, = [[πολυσήμαντος]]· ― Ἐπίρρ. πολυσήμως, Κλημέντια 25Β, Βασίλ. 3, 173C.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσημος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές σημασίες, [[πολυσήμαντος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσήμως</i> Α<br />με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>σημος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσημος Medium diacritics: πολύσημος Low diacritics: πολύσημος Capitals: ΠΟΛΥΣΗΜΟΣ
Transliteration A: polýsēmos Transliteration B: polysēmos Transliteration C: polysimos Beta Code: polu/shmos

English (LSJ)

ον,

   A = πολυσήμαντος, Democr.26, Nicostr. ap. Simp.in Cat.368.15,etc.

German (Pape)

[Seite 673] = πολυσήμαντος, Gramm., wie Schol. Ar. Lys. 337.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσημος: -ον, = πολυσήμαντος· ― Ἐπίρρ. πολυσήμως, Κλημέντια 25Β, Βασίλ. 3, 173C.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύσημος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, πολυσήμαντος.
επίρρ...
πολυσήμως Α
με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. επί-σημος].