πολυσπαθής: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’une trame très serrée.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπάθη]].
|btext=ής, ές :<br />d’une trame très serrée.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπάθη]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />ο [[πυκνά]] υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα [[κερκίδα]] πέπλων εὔθροον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπάθη]] «υφαντουργικό [[εργαλείο]]»).
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπᾰθής Medium diacritics: πολυσπαθής Low diacritics: πολυσπαθής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΑΘΗΣ
Transliteration A: polyspathḗs Transliteration B: polyspathēs Transliteration C: polyspathis Beta Code: poluspaqh/s

English (LSJ)

ές, (σπάθη)

   A close-woven, πέπλοι AP6.39 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπᾰθής: -ές, (σπάθη) ὁ πολὺ σπαθητός, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une trame très serrée.
Étymologie: πολύς, σπάθη.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο»).