πορφυρομιγής: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠρομῐγής''': -ές, ὁ μεμιγμένος, [[μετὰ]] πορφύρας. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 48, Ι΄, 42.
|lstext='''πορφῠρομῐγής''': -ές, ὁ μεμιγμένος, [[μετὰ]] πορφύρας. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 48, Ι΄, 42.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>φρ.</b> «πορφυρομιγὴς [[ἐσθής]]» — [[εσθήτα]], [[ένδυμα]] με πορφυρές διακοσμήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρομῐγής Medium diacritics: πορφυρομιγής Low diacritics: πορφυρομιγής Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: porphyromigḗs Transliteration B: porphyromigēs Transliteration C: porfyromigis Beta Code: porfuromigh/s

English (LSJ)

ές,

   A mixed with purple, ἐσθής Poll.7.48, cf.10.42.

German (Pape)

[Seite 686] ές, mit Purpur gemischt, Poll. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρομῐγής: -ές, ὁ μεμιγμένος, μετὰ πορφύρας. Πολυδ. Ζ΄, 48, Ι΄, 42.

Greek Monolingual

-ές, Α
φρ. «πορφυρομιγὴς ἐσθής» — εσθήτα, ένδυμα με πορφυρές διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -μιγής (< μ(ε)ίγνυμι)].