πολυτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />habile en beaucoup d’arts.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τέχνη]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />habile en beaucoup d’arts.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τέχνη]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες, ο ασκημένος σε πολλές τέχνες, [[πολυτεχνίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>αριστο</i>-<i>τέχνης</i>. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική [[σημασία]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτέχνης Medium diacritics: πολυτέχνης Low diacritics: πολυτέχνης Capitals: ΠΟΛΥΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: polytéchnēs Transliteration B: polytechnēs Transliteration C: polytechnis Beta Code: polute/xnhs

English (LSJ)

ον, ὁ,

   A skilled in divers arts, Ἥφαιστος Sol.13.49.

German (Pape)

[Seite 674] ὁ, der sich auf viele Künste Verstehende, Hephästus, Sol. 5, 49.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτέχνης: -ου, ὁ, ὁ ἐν πολλαῖς τέχναις ἠσκημένος, Σόλων 12. 49.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
habile en beaucoup d’arts.
Étymologie: πολύς, τέχνη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες, ο ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].