ποσθία: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />membre viril, <i>particul.</i> le prépuce, le gland.<br />'''Étymologie:''' [[πόσθη]].
|btext=ας (ἡ) :<br />membre viril, <i>particul.</i> le prépuce, le gland.<br />'''Étymologie:''' [[πόσθη]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[ακροβυστία]], η [[ακροποσθία]]<br /><b>2.</b> τοπικό [[οίδημα]] στα βλέφαρα, [[κριθαράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[ἀκροποσθία]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσθία Medium diacritics: ποσθία Low diacritics: ποσθία Capitals: ΠΟΣΘΙΑ
Transliteration A: posthía Transliteration B: posthia Transliteration C: posthia Beta Code: posqi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A foreskin, Ph.2.211.    II stye on the eyelid, Gal.12.741, Aët.7.84.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, das Gerstenkorn am Augenlide, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ποσθία: ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως κριθή, κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: πόσθη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η ακροβυστία, η ακροποσθία
2. τοπικό οίδημα στα βλέφαρα, κριθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. ἀκροποσθία.